Οι Χύτροι υφίσταντο από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως καταδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι ελάχιστες συστηματικές ανασκαφές που διεξήχθησαν πριν το 1974 στην περιοχή. Κατάλοιπα οικισμού που ήρθαν στο φως από τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στην περιοχή του Αγίου Δημητριανού χρονολογούν την αρχαιότερη κατοίκηση γύρω στην τέταρτη χιλιετία π.Χ.

Το 1962 το Τμήμα Αρχαιοτήτων διεξήγαγε σωστικές ανασκαφές υπό τη διεύθυνση του Κυριάκου Νικολάου στη θέση «Σγαφτός». Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τέσσερις θαλαμοειδείς τάφους λαξευμένους στο αργιλώδες έδαφος της περιοχής, που χρονολογούνται στην Κυπρογεωμετρική Ι-ΙΙΙ περίοδο. Η κεραμική που βρέθηκε εντός των τάφων καλύπτει και τις τρεις φάσεις της Κυπρογεωμετρικής περιόδου, γεγονός που επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι τάφοι ήταν οικογενειακοί και χρησιμοποιήθηκαν για διαδοχικές ταφές.

Τμήμα από κορμό ασβεστολιθικού ειδωλίου. Αρχαϊκή περίοδος. Συλλογή Πέτρου Στυλιανού (φωτογραφία: Κωνσταντίνος Στυλιανού).

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο της πόλης, οι Χύτροι ιδρύθηκαν από τον Χύτρο, δισεγγονό του Θησέως κι εγγονό του Αθηναίου Ακάμαντος, επώνυμου ήρωα της Ακαμαντίδος φυλής της Αττικής.

Κατά την Αρχαϊκή Περίοδο, οι Χύτροι αναφέρονται στο γνωστό πρίσμα του βασιλιά της Ασσυρίας Εσσαρχαδών (673/2 π.Χ.) ως ένα από τα δέκα βασίλεια της Κύπρου (Ιατνάνα) που, μαζί με πόλεις της Συρίας, της Παλαιστίνης και του δυτικού Ευφράτη, προσέφεραν υλικά για την ανοικοδόμηση του ανακτόρου της Νινευή. Η επιγραφή Pilagura sharru Kitrusi, δεύτερη μεταξύ των δέκα που αναφέρονται στην Κύπρο, μεταγράφεται ως Φιλαγόρας ή Φυλαγόρας βασιλιάς των Χύτρων. Συνάγεται επομένως, ότι η θέση αυτή αποτελούσε ανεξάρτητο διοικητικό κέντρο κατά τις αρχές του 7ου αι. π. Χ. Η απουσία ωστόσο επιγραφών και άλλων πρωτογενών πηγών πριν από την ελληνιστική περίοδο από τους Χύτρους, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήδη κατά τους ύστερους αρχαϊκούς ή κλασσικούς χρόνους το βασίλειο είχε μάλλον ενσωματωθεί σ’ αυτό της Σαλαμίνας, και λειτουργούσε ως δευτερεύον κέντρο στα βόρεια όρια της Μεσαορίας.

Αξιοσημείωτη ήταν ωστόσο η θέση τους στο οδικό δίκτυο της Κύπρου, καθώς συνιστούσαν σημαντικό οδικό κόμβο. Ορόσημο θα ήταν βέβαια η ανέγερση του υδραγωγείου που έφτανε μέχρι τη Σαλαμίνα, το οποίο ανάγεται μάλλον στους ρωμαϊκούς χρόνους.

Από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους οι Χύτροι ανέκτησαν καθεστώς πόλης. Επιγραφές που βρέθηκαν στους Χύτρους μαρτυρούν την ύπαρξη Γυμνασίου, χώρου άρρηκτα συνδεδεμένου με την έκφραση της λατρείας του βασιλέως, αλλά και με τη δημιουργία και επίδειξη της κρατικής ιδεολογίας και δύναμης. Σημαντικά ιερά ήταν αυτό της Αφροδίτης Παφίας στη θέση “Σκαλί”, καθώς και το περιαστικό ιερό του Απόλλωνα στη Βώνη.

Ταφική επιγραφή ελληνιστικής περιόδου από τους Χύτρους. Κυπριακό Μουσείο.

Στα χρόνια της πτολεμαϊκής διοίκησης της Κύπρου χρονολογείται ένας από τους μεγαλύτερους τάφους που βρέθηκαν στο νησί, με αλφαβητικές επιγραφές που μαρτυρούν μέλη τριών οικογενειών θαμμένων εντός 12 νεκρικών θηκών. Πρόκειται για μέλη του οίκου του Αριστοκράτη, το ζεύγος Τιμοκράτη και μέλη του οίκου του Ποσειδίππου, που φαίνεται να έζησαν από το β΄ μισό του 3ου αι. μέχρι τα μέσα του 2ου αι. π. Χ. Πέραν της συμβολής των επιγραφών αυτών στην προσωπογραφία της ελληνιστικής Κύπρου, αξιοσημείωτο είναι ότι αποτελούν τη μοναδική επιγραφική μαρτυρία για ύπαρξη ενός Κύπριου φιλοσόφου (Πύθων Ἀριστοκράτου ἀδελφός | Σκυθίνου φιλόσοφος ἐπικούρειος), που πιθανόν να καταγόταν από τους Χύτρους.

Η πόλη των Χύτρων διατήρησε την ανεξαρτησία της σ’ όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων και άφησε μαρτυρίες για την αποστολική δράση στο νησί. Η περίοδος βασιλείας των Σεβήρων, περίοδος που σηματοδοτήθηκε στην Κύπρο από μεγάλης κλίμακας οικοδομικά προγράμματα, πιθανότατα να άφησε και στους Χύτρους κατάλοιπα άγνωστων μέχρι στιγμής δραστηριοτήτων. Το κολοσσιαίο ορειχάλκινο άγαλμα του Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211μ.Χ.) που βρέθηκε θρυμματισμένο στην περιοχή του Αγίου Δημητριανού το 1928, και το οποίο κοσμεί σήμερα ξεχωριστή αίθουσα του Κυπριακού Μουσείου, μαρτυρεί σχέση του αυτοκράτορα με κάποια οικοδομική δραστηριότητα, που πιθανόν να έλαβε χώρα στην πόλη.