Ο ασβέστης της Κυθρέας θεωρείτο ως ο ποιοτικά καλύτερος στην Κύπρο. Η περιοχή ″Φουρτουλίσια″ φαίνεται να ήταν η κυριότερη περιοχή με καμίνια του ασβέστη επί Φραγκοκρατίας. Αρχές του 20ού αιώνα καμίνια υπήρχαν στις τοποθεσίες ″Τερατσαρκό″, ″Γουρνιά″, ″Φονιάς″, ″Κακόσκαλα″ και αλλού. Μέχρι τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το ″κάψιμο καμινιού″ ήταν υπόθεση ενός καμινάρη ή δυο συνεταίρων. Σαν καύσιμα χρησιμοποιούνταν ξύλα και άψιμο (από θάμνους). Με το κτίσιμο του εσωτερικού τοίχου και του τρούλου, που απαιτούσε μέρες, άρχιζε και το κουβάλημα των ξύλων και του άψιμου που στοιβάζονταν κοντά στο καμίνι. Όσον αφορά το καμίνι, χρειαζόταν 11-12 ″λαμπρά″ δωδεκάωρα και στα τελευταία στάδια οι θερμαστές που έριχναν τα ξύλα ή το άψιμο δούλευαν ασταμάτητα. Όταν κρύωνε το καμίνι, άρχιζε η πώληση. Η μεταφορά του ασβέστη γινόταν τότε κυρίως από καμηλάρηδες του περιχώρου της Βώνης.

Με την ηλεκτροδότηση οι εταιρίες απέκτησαν πλέον νέα μηχανήματα και αρκετά φορτηγά για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του ασβέστη της, η Κυθρέα κατέκτησε την ντόπια και την ξένη αγορά, ενώ η βιομηχανία του ασβέστη γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη χάρη στη δραστηριότητα της εταιρείας Μακρή. Η καταστροφή του περιβάλλοντος ήταν εμφανής, εθεωρείτο όμως σημαντική πηγή εσόδων για την κωμόπολη.

Πηγή: Σάββας Π. Χριστίδης, Κυθραία, η Πράσινή μας κοιλάδα, Λευκωσία 2003.