Η γεωργική παραγωγή της Κυθραίας ήταν από τις σημαντικότερες της Κύπρου για πολλούς αιώνες, με μια μεγάλη ποικιλία γεωργικών προϊόντων. Η παραγωγή αυτή άρχισε να επηρεάζεται δυσμενώς μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι διάφορες κυβερνήσεις, με την εξόρυξη διατρήσεων, άρχισαν να παίρνουν νερό για να υδροδοτήσουν άλλες περιοχές, επηρεάζοντας την απόδοση του Κεφαλόβρυσου. Σημαντικός αριθμός των κατοίκων ασχολείτο με την καλλιέργεια της γης και τη δενδροκομία, για αρκετούς όμως ήταν δεύτερο επάγγελμα. Σαν κύρια απασχόληση την είχαν κάτοικοι των κάτω ενοριών, όπου τα κτήματα ήταν μεγαλύτερα.


ΤΑ ΧΑΡΟΥΠΙΑ

Πάνω από τον Κεφαλόβρυσο και από τον Κουτσοβέντη μέχρι το δάσος της Χαλεύκας, το πετρώδες έδαφος της οροσειράς και η σχετική επίπεδη καλλιεργήσιμη γη ήταν κατάφυτη από χαρουπιές. Αυτές ανήκαν κυρίως σε κατοίκους των άνω ενοριών. Η άγρια χαρουπιά είναι αυτοφυής στην περιοχή και χρειάζεται μπόλιασμα. Είναι φυτό λιτοδίαιτο και δε χρειάζεται λίπανση. Ο καρπός ωριμάζει τον Αύγουστο, εποχή που δεν υπάρχουν άλλες γεωργικές ασχολίες τα σχολεία είναι κλειστά και η συλλογή γίνεται με τη συμμετοχή όλων των μελών της οικογένειας χωρίς επιπλέον έξοδα. Παλαιότερα τα χαρούπια αποτελούσαν σημαντική εξαγωγή της νήσου, άφηναν καλό εισόδημα και δίκαια αποκαλούνταν ως ‘μαύρος χρυσός’. Με την Αγγλική κατοχή ο αριθμός των δένδρων αυξήθηκε, ιδίως μετά τη ψήφιση νόμου, σύμφωνα με τον οποίο, ο άνθρωπος που μπόλιαζε άγριο δένδρο το έκανε δικό του. Μέχρι τη δεκαετία του 1930 οι εξαγωγές της βόρειας οροσειράς γίνονταν από την Κερύνεια. Η μεγάλη κρίση τότε έφερε στασιμότητα στη ζήτηση από το εξωτερικό και κατρακύλα των τιμών. Οι τιμές ανέκαμψαν μερικά χρόνια αργότερα, οι εξαγωγές όμως σταμάτησαν πάλι με την έναρξη του Β΄παγκοσμίου πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν οι Αρχές επέβαλαν ανάμιξη σταφίδας στο ψωμί, έγιναν μερικές δοκιμές για ανάμειξη χαρουπάλευρου, τα αποτελέσματα όμως ήταν αποθαρρυντικά και η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι εξαγωγές γίνονταν από το Ζύγι και τη Λεμεσό.


ΤΑ ΑΜΠΕΛΙΑ

Εκτός από την παράδοση, υπάρχουν πειστικές ενδείξεις ότι παλαιότερα υπήρχε άξια λόγου αμπελοκαλλιέργεια. Τα αμπέλια άρχιζαν από το μύλο του Αμπελιού, συνέχιζαν στις πλαγιές των λόφων βόρεια της νέας εκκλησίας της Αγίας Άννας προς την περιοχή του Κακοδιέβατου και την Κάτω Μάνδρα. Επίσης, από την Ασπρόμανδρα προς το Φιλέρι και την περιοχή του Αγίου Επιφανείου. Σε όλη αυτή την έκταση υπάρχουν δομές που επιβεβαιώνουν ότι παλαιότερα υπήρχαν εκεί αμπελοφυτείες. Το ίδιο ισχύει και για περιοχές στ’ ανατολικά όπως και για το Πενταδάκτυλο, όπου υπάρχει τοποθεσία με το όνομα «Μουττάριν τ’ αμπελιού». Μαρτυρία για παρασκευή κρασιού δεν υπάρχει και φαίνεται ότι τα σταφύλια ήταν επιτραπέζια και πωλούνταν φρέσκα. Τούτο συνάγεται και από την ονομασία “Φιλέρι”, που είναι ποικιλία σταφυλιού με ρόγες στρογγυλές, πυκνές και ρόδινες.

Οι αμπελοφυτείες θα καταστράφηκαν όταν σε κάποιο στάδιο το κράτος έπαυσε να λαμβάνει μέτρα εναντίον της αίγας και ο αριθμός των κοπαδιών μεγάλωσε.


Η ΕΛΙΑ

Προ της τουρκικής εισβολής του 1974 η Κύπρος ήταν συνήθως αυτάρκης και στη βρώσιμη ελιά και στο ελαιόλαδο, εκτός από περιπτώσεις παρατεταμένης ανομβρίας. Η Κυθρέα ήταν η περιοχή με την πιο σημαντική παραγωγή βρώσιμης ελιάς στην Κύπρο. Τα ελαιόδεντρα κάλυπταν την μεγαλύτερη έκταση της αρδεύσιμης γης, στα ορεινά όμως ήταν ελάχιστα και τα επηρέαζε η ξηρασία του καλοκαιριού. Η ποικιλία ήταν επιτραπέζια, ο καρπός σαρκώδης, λίγο μικρότερος από τις εκλεκτές Ελληνικές αυτού του τύπου, με καλύτερη όμως γεύση. Τα δένδρα είναι αιωνόβια με εκπληκτική ιδιότητα επούλωσης των πληγών που προκύπτουν από το κλάδευμα, το κόψιμο ξηρών κλάδων ή τον αποκεφαλισμό. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την αρχική προέλευση αυτής της ποικιλίας. Για τον πολλαπλασιασμό, μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκε ήταν εκείνη της παραφυάδας. Στον εικοστό αιώνα, άγρια δένδρα που μεταφέρονταν από αλλού χρησίμευαν σαν υποκείμενα για εμβολιασμό.

Ο καρπός ωρίμαζε τέλος του Φθινοπώρου. Η συλλογή του καρπού και η διαλογή του ήταν επίμονη και χρονοβόρα. Ήταν μάλλον γυναικεία υπόθεση, σημαντικός φόρτος εργασίας για την Κυθρεώτισσα. Οι ελιές κανονικού μεγέθους ήταν για αλάτισμα, οι μικρές για λάδι. Το αλάτισμα γινόταν σε βαρέλια των 100 περίπου κιλών. Μετά από μερικές εβδομάδες ήταν έτοιμες για διάθεση.

Μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και με τη στροφή περισσότερων νέων προς τη Μέση Εκπαίδευση και λίγο αργότερα με τη μείωση του διαθέσιμου νερού για άρδευση των καλοκαιρινών καλλιεργειών, η φυτεία της ελιάς επεκτάθηκε.


ΤΑ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΗ

Λίγα ήταν τα κτήματα με αποκλειστική φυτεία τα λεμονόδενδρα. Τις πιο πολλές περιπτώσεις ήταν ανάμικτες με τα ελαιόδεντρα. Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής των λεμονιών, που η περιεκτικότητα τους σε χυμό ήταν η καλύτερη, γινόταν εξαγωγή. Οι ποικιλίες πορτοκαλιού ήταν το πορτοκάλι το στρογγυλό με λεπτή φλούδα και μεγάλη περιεκτικότητα σε χυμό και αργότερα το Γιαφίτικο που ήταν για τοπική κατανάλωση. Το μανταρίνι επίσης ήταν για τοπική κατανάλωση.

Για τη διάθεση των εσπεριδοειδών ιδρύθηκε το 1960 ο Σύνδεσμος Λεμονοπαραγωγών Κυθραίας με πρώτο πρόεδρο τον υποφαινόμενο και γραμματέα τον Κλεάνθη Νικολάου. Η οργανωμένη αντιμετώπιση των δυσκολιών που παρουσίαζε η διάθεση αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά. Αργότερα ο Σύνδεσμος προσχώρησε στη Συνεργατική Εταιρεία Λεμονοπαραγωγών Επαρχίας Κερύνειας.


ΑΛΛΑ ΔΕΝΔΡΑ

Άλλα οπωροφόρα δένδρα που καλλιεργούνταν ήταν η συκιά και η χρυσομηλιά. Στις όχθες των περιβολιών και σε χώρους που δεν προσφέρονταν για άλλα φυτά καλλιεργούσαν τη συκαμιά για τα φύλλα της, τροφή του μεταξοσκώληκα. Η σηροτροφία στην Κυθραία, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930 ήταν σημαντική. Για τα σπίτια που διέθεταν φύλλα συκαμιάς «το καματερόν» ήταν απαραίτητο. Στα παρθεναγωγεία γινόταν ειδικό μάθημα και υποδειγματική εκτροφή μεταξοσκώληκα. Το μετάξι από τα κουκούλια το έβγαζαν μεταξάδες χωριανοί ή από τα χωριά της Σολέας.

Από τα δένδρα του υδρότοπου που βλάσταιναν κοντά στους ποταμούς πρέπει να αναφερθούν τρία, όλα φυλλοβόλα.

1. Η ιτιά, που το ξύλο της χρησίμευε για την κατασκευή σιφουνιών και φτερών για τις φτερωτές των μύλων.
2. Το καβάκι με το τεράστιο ύψος του και το ελαφρύ ξύλο του για ειδικές χρήσεις.
3. Ο πλάτανος. Το φυτό έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις. Ήταν γνωστοί οι πλάτανοι της πλατείας της Συρκανιάς, του Κεφαλόβρυσου, των Πλατανουδιών, του Τρινάλλη και του Πετονακίου. Μνεία για τον πλάτανο της Συρκανιάς, που θεωρείτο σαν το μεγαλύτερο δένδρο στην Κύπρο, υπάρχει σε ειδικό καφάλαιο.


ΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ

Από την περιοχή κάτω από το τραππερκό του Κεφαλόβρυσου μέχρι την πεδιάδα, στις όχθες του Ξεροπόταμου, μεγάλες εκτάσεις καλύπτονταν από καλαμιώνες με μεγαλύτερο εκείνο της Συρκανιάς.

Το αγριοκάλαμο είναι αυτοφυές στην περιοχή αλλά λόγω του μικρού μεγέθους του δεν είναι εκμεταλλεύσιμο. Φαίνεται ότι αντικαταστάθηκε με τη βελτιωμένη ποικιλία του δόνακα ή Κυπρίου καλάμου. Ριζώματα μεταφέρθηκαν από κάπου αλλού για πολλαπλασιασμό και σταδιακά καλύφθηκαν όλα τα υγρά εδάφη πλησίον του ποταμού.

Παλαιότερα γινόταν ευρεία χρήση του καλαμιού στις οικοδομές, στέγες, μεσότοιχους και καλύβες. Το χρησιμοποιούσαν επίσης στην καλαθοπλεκτική και για ψαθαριές. Ήταν και αυτό ένα καλό εισόδημα.


ΕΠΟΧΙΑΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

Ντομάτα

Η ντομάτα εισήχθηκε στην Κύπρο αρχικά από τους Ενετούς, και με το όνομα pomodoro καλλιεργήθηκε αρχικά στα ανατολικά παράλια (Παραλίμνι) και στην περιοχή της Κυθρέας. Στην Κυθρέα, λοιπόν, στα δεδομένα κάποιου από τους ποικίλους βιότοπους της περιοχής, το φυτό αυτό ακολουθεί τη δική του εξελικτική πορεία και, υποβοηθούμενο ίσως και από ανθρώπινη παρέμβαση, εξελίσσεται σε νέα πασίγνωστη ποικιλία, αυτή της κυθρεώτικης και ιδιαίτερα εκτιμούμενης ντομάτας. Σε κάποιον άλλο βιότοπο της Κυθρέας, το ίδιο φυτό καταλήγει σε ένα άλλο εξελικτικό κλάδο, ντομάτες μεγάλου μεγέθους, στρογγυλές, με βαθύ ροζ αντί κόκκινο χρώμα και με πλούσια σάρκα εξαίρετης γεύσης. Οι ντομάτες αυτές καλλιεργούνται μέχρι και το 1974 από συγκεκριμένους παραγωγούς.

Κραμπί

Η περίπτωση του Brassica hilarionis είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Παλαιότεροι μελετητές όπως οι Kotschy, Thompson και Gaudry, σε μια εποχή που το κραμπί (Brassica oleracea) ήταν ελάχιστα γνωστό, αναφέρουν ότι τα λαχανικά αυτά καλλιεργούνταν στην Κύπρο, στην περιοχή της Κυθρέας. Χρωματοσωμικοί παραλληλισμοί ήδη από τη δεκαετία του 1960 οδηγούσαν στη θέση ότι το είδος B. hilarionis παρουσιάζει τεράστια γενετική συγγένεια και αποτελεί πιθανότατα τον άγριο πρόγονο τόσο του κουνουπιδιού όσο και του κυθρεώτικου κραμπιού, από το οποίο προέκυψαν στη συνέχεια πλήθος καλλιεργούμενων ποικιλιών και παραλλαγών. Η αρχική αυτή θέση έχει σήμερα αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Καθόλου λοιπόν τυχαίο ότι η Κυθρέα υπήρξε για αιώνες συνώνυμη του κραμπιού και ότι η ποικιλία του μεγάλου σε μέγεθος κραμπιού (giant cabbage) φέρει το όνομα «κραμπί τζυρκώτικο».

Πηγές:

Σάββας Π. Χριστίδης, Κυθραία, η πράσινή μας κοιλάδα, Λευκωσία 2003.

Χρίστος Γεωργιάδης, “Η βιοποικιλότητα και το επιστημονικό ενδιαφέρον της κυθρεώτικης φύσης” στο: Γιάλουκας Κ. (επιμ.), Πρακτικά Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου: Χύτροι-Κυθρέα. Χιλιάδες χρόνια Ιστορίας, Πολιτισμού και Προσφοράς, Λευκωσία: Δήμος Κυθρέας 2016.