Η Κυθρέα βρίσκεται περί τα 12 χλμ. βορειοανατολικά της Λευκωσίας, στις νότιες υπώρειες του Πενταδάκτυλου και στο βόρειο σύνορο της πεδιάδας της Μεσαορίας. Ο Δήμος Κυθρέας ιδρύθηκε το 1915 με πρώτο Δήμαρχο τον Νικόλαο Καττάμη. Μετά τον Δήμο Μόρφου ήταν ο 2ος μεγαλύτερος Δήμος της επαρχίας Λευκωσίας μέχρι το 1974. Στα δημοτικά του όρια περιλαμβάνονταν έξι ενορίες: Της Χρυσίδας, της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Ανδρονίκου, του Αγίου Γεωργίου, της Xαρδακιώτισσας και της Συρκανιάς. Ο πληθυσμός έφτανε το 1974 τους 4.500 περίπου κατοίκους, μόνον Ελληνοκύπριους. Στην Κυθρέα λειτουργούσαν 3 δημοτικά σχολεία και ένα γυμνάσιο. Το Δημαρχείο βρισκόταν στα σύνορα των ενοριών Αγίου Ανδρονίκου και Αγίου Γεωργίου. Σήμερα, τα προσωρινά γραφεία του Δήμου στεγάζονται σε οίκημα στην εντός των τειχών Λευκωσία, πλησίον της Πύλης Αμμοχώστου.

Η κωμόπολη ήταν γνωστή για τον περίφημο Κεφαλόβρυσό της, τη μεγαλύτερη πηγή νερού σε ολόκληρο το νησί, που ανέβλυζε στη βορειότερη ενορία, τη Συρκανιά. Το νερό του Κεφαλόβρυσου, που εκπήγαζε από τον υδροφορέα του Πενατδάκτυλου, κινούσε από την περίοδο της Βενετοκρατίας 32 νερόμυλους και άρδευε, εκτός από τα χωράφια της κωμόπολης, τις καλλιέργειες των περιχώρων. Κατά την αρχαιότητα και μέχρι τον Μεσαίωνα, υδροδοτούσε και την τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, Σαλαμίνα.

Οι εκκλησίες της Κυθρέας υπέστησαν από το 1974 συστηματική σύληση και καταστροφή. Οι δύο ναοί των πάνω ενοριών, της Συρκανιάς και της Χαρδακιώτισσας, ήταν αφιερωμένοι στην Αγία Άννα και στην Παναγία αντίστοιχα. Η εκκλησία της Παναγίας, η μεγαλύτερη της κωμόπολης, έχει σήμερα μετατραπεί σε τζαμί. Στην νοτιότερη ενορία, αυτή της Χρυσίδας, η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού έχει μετατραπεί σε εργαστήρι χειροτεχνίας, ενώ το παρεκκλήσι του Αποστόλου Λουκά είναι ερειπωμένο. Η Αγία Μαρίνα, που βρίσκεται στην ομώνυμη ενορία, χρησιμοποιείται για διδασκαλία χορών, ενώ το μοναστήρι της Παναγίας Θεοτόκου στην ομώνυμη συνοικία (μέρος της ενορίας Αγίας Μαρίνας) βρίσκεται σε στρατιωτική ζώνη. Σε στρατιωτική ζώνη βρίσκεται επίσης η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην ομώνυμη ενορία, η οποία έχει μετατραπεί σε αποθήκη πυρομαχικών. Τέλος, η εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου και της Αγίας Αθανασίας στην ενορία του Αγίου Ανδρονίκου έχει υποστεί ανυπολόγιστη καταστροφή, καθώς η οροφή έχει καταρρεύσει και το εσωτερικό της βρίσκεται έρμαιο των καιρικών συνθηκών. Τώρα προγραμματίζονται κάποια πρώτα σωστικά έργα από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς κατόπιν έντονης προσπάθειας που κατέβαλε ο Δήμος γι’ αυτό.

Θέσεις στην Κυθρέα κατοικήθηκαν από τη νεολιθική περίοδο, γύρω στο 4.οοο π.Χ. Οι «Χύτροι» αναφέρονται τον 7ο αι. π.Χ. ως ένα από τα δέκα βασίλεια της Κύπρου, ενώ μεγάλη ακμή φαίνεται να γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, με τις επιγραφές να μαρτυρούν την ύπαρξη γυμνασίου. Το ύψους 2,08 μ. άγαλμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτήμιου Σεβήρου που βρίσκεται σήμερα στο Κυπριακό Μουσείο, ανακαλύφθηκε το 1928 στον Άγιο Δημητριανό και συνιστά το μεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλμα που έχει βρεθεί στο νησί. Σημαντικό είναι επίσης ότι στη ρωμαϊκή περίοδο χρονολογείται μάλλον το υδραγωγείο που μετέφερε νερό από τους Χύτρους στη Σαλαμίνα.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η Κυθρέα έγινε επισκοπική έδρα. Μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της εποχής υπήρξε ο Άγιος Δημητριανός, επίσκοπος Χύτρων, ο οποίος κατάφερε να επαναπατρίσει το ποίμνιό του μετά την αιχμαλωσία στη Βαγδάτη από τους Άραβες τον 10ο αι. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρείται Προστάτης Άγιος των προσφύγων. Μετά τις αραβικές επιδρομές, η πόλη χτίστηκε δυτικότερα της αρχικής θέσης, κατά μήκος της κοιλάδας ροής του Κεφαλόβρυσου.

Η Κυθρέα ήταν γνωστή στα νεότερα χρόνια για τη μεταξουργία, την υφαντουργία, τη ξυλογλυπτική και την αλευροποιΐα. Γνωστή ήταν επίσης για την εσπεριδοκαλλιέργεια και την ασβεστοποιΐα, καθώς συνόρευε με σημαντικές περιοχές λατόμευσης και παραγωγής ασβέστη. Η κωμόπολη είχε δίκαια τη φήμη της δασκαλομάνας, καθώς γέννησε εκατοντάδες πνευματικούς δημιουργούς και εκπαιδευτικούς, αλλά και γιατρούς, δικηγόρους και άλλους επιστήμονες.