ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

50 χρόνια από την τουρκική εισβολή. Οι νεομάρτυρες του ’74 κι οι καθαγιασμένοι τόποι

του Νίκου Ορφανίδη

[…]

Τέλος είναι οι μέρες της τουρκικής εισβολής του 1974 με εκείνο το νέφος των νεομαρτύρων του 20ού αιώνος στην Κύπρο, με τους σφαγιασθέντες και μάρτυρες. Το τελευταίο αυτό κείμενο αποδίδει το μαρτύριο της εισβολής στην Κυθρέα, με την αιχμαλωσία και τον σφαγιασμό και με όλους εκείνους τους νεομάρτυρες της εισβολής. Κι αυτό μέσα από την ίδια τη μαρτυρία ενός Τούρκου του τουρκικού στρατού, στους ελαιώνες της Κυθρέας, τον Αύγουστο του 1974, έτσι όπως κατατίθεται στο βιβλίο Διαταγή: «Εκτελέστε τους αιχμαλώτους» και στο οποίο ομολογεί, μεταξύ πολλών άλλων, την εκτέλεση αιχμαλώτων στην Κυθρέα τον Αύγουστο του 1974:

“Κοντά στην περιοχή της Κυθρέας, η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά της Λευκωσίας και νοτιοανατολικά της Κυρήνειας, αν δε με απατά η μνήμη μου, βρισκόταν το χωριό των δύο Ελλήνων παπάδων, που η φωτογραφία τους είχε δημοσιευτεί παλαιότερα στην εφημερίδα Γκιουναϊντίν. Όταν φτάσαμεν εκεί, συλλάβαμε 40 με 50 αόπλους πολίτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν. Ανάμεσά τους υπήρχαν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Τους επιβιβάσαμε σε στρατιωτικά οχήματα. Επρόκειτο να μεταφερθούν στην Κυρήνεια.

Από αυτούς ξεχωρίσαμε τέσσερις νεαρούς άνδρες. Εγώ μαζί με ένα υπολοχαγό που λεγόταν Χαϊρί, και άλλους δύο λοχίες τους βάλαμε σ’ ένα μικρό φορτηγάκι που είχαμε πάρει από το χωριό και τους πήγαμε σ’ ένα δασάκι ένα χιλιόμετρο μακριά. Αντιστοιχούσε ένας αιχμάλωτος στον καθένα μας. Μόλις τους βγάλαμε από το αυτοκίνητο, ο υπολοχαγός Χαϊρί σκότωσε πρώτα τον έναν απ’ αυτούς, για να μας δώσει θάρρος, ώστε να μπορέσουμε να σκοτώσουμε κι εμείς οι «πρωτάρηδες» τους δικούς μας. Μετά στράφηκε σε μένα και μου είπε: «Πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για τις έγκυες αδελφές μας που βίασαν οι Έλληνες και για τα Τουρκόπουλα που σκότωσαν ενώ ήταν στις φασκιές», και στη συνέχεια μου ζήτησε να σκοτώσω τον δεύτερο, αφού τον ξεχώρισε από τους άλλους.

Ο «δικός» μου ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με γαλάζια μάτια. Αν και πριν λίγο είδε τον άλλο συγχωριανό του να πεθαίνει δεν ήταν καθόλου ταραγμένος. Τον πήρα και τον πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί. Ήμουν σε αδιέξοδο και αμηχανία. Ο αξιωματικός περίμενε να μας δει να γινόμαστε εκτελεστές. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όμως παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Έψαχνα μια δικαιολογία για να τον σκοτώσω. Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα: «Γίνεσαι μουσουλμάνος;» Εκείνος στεκόταν όρθιος με τα χέρια δεμένα και με κοίταζε στα μάτια. Έδειξε να κατάλαβε και σχεδόν χαμογελώντας, κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και μου είπε μια λέξη άγνωστη σ’ εμένα: «Όι, όι». Κατάλαβα την άρνησή του, η οποία ήταν και η αφορμή που ζητούσα για να σηκώσω το όπλο. Έτσι απλά, για να μην πέσω στα μάτια του αξιωματικού και των συναδέλφων μου, άδειασα μια ολόκληρη γεμιστήρα πάνω του. Τώρα όμως με τύπτει η συνείδηση και βασανίζομαι γι’ αυτό το έγκλημα. Τα μάτια αυτού του παιδιού και το χαμόγελό του δε φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου.

Τους δύο άλλους Ελληνοκυπρίους τους σκότωσαν οι δύο λοχίες. Αφήνοντας τα πτώματα άταφα, γυρίσαμε στο χωριό. Όπως έλεγε ο λοχαγός μας, είχαμε γίνει πια «άνθρωποι του παραδείσου»”.

Νεομάρτυρες του Χριστού υπήρξαν, λοιπόν, μαζί με άλλους πολλούς, οι εκτελεσθέντες στους ελαιώνες της Κυθρέας τις μέρες της εισβολής. Η τραγωδία του 1974 έχει και μια διάσταση μαρτυρική και αγιολογική. Γιατί, ομολογούντες Χριστόν, οι μάρτυρες της εισβολής οδηγήθηκαν στον τόπο του αγιασμού και της εν Χριστώ χάριτος.

Απόσπασμα από τη μελέτη: “Η αγιολογική και μαρτυρική μνήμη της Κυθρέας”, Πρακτικά Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου του Δήμου Κυθρέας, Λευκωσία 2016, σσ. 88-89.