ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Θάσος Σοφοκλέους: «Όταν μπήκαμε στον Αγώνα, αποφασίσαμε ότι θα πεθάνουμε!»

Ο Θάσος Σοφοκλέους γεννήθηκε στη Χαρδακιώτισσα της Κυθρέας την 1η Απριλίου 1932, από τον Κώστα Σοφοκλέους και την Χρυσάνθη Ταλιαδώρου-Σοφοκλέους. Τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο της Χαρδακιώτισσας και φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ακολούθως σπούδασε Μαθηματικά στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1954, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, μυήθηκε στην οργάνωση ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες), που είχε δημιουργηθεί το 1931 από τον Γιάννη Ιωαννίδη. Ως μέλος της ΚΑΡΗ εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα στα όπλα και στα πυρομαχικά και στην Κρήτη στο αντάρτικο.

Την 1η Μαΐου 1955 διέκοψε τις σπουδές του, έφθασε κρυφά στην Κύπρο και έδωσε τον όρκο της ΕΟΚΑ ενώπιον του Αρχηγού Διγενή. Διετέλεσε υπεύθυνος Νεολαίας στη Λευκωσία και γενικός συντονιστής της οργάνωσης μαζί με τον συναγωνιστή του Ανδρέα Μαλέκκο μέχρι τον Ιούνιο του 1955. Ακολούθως μετέβη στον Πενταδάκτυλο στην ανταρτική ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου ως βοηθός του. Μετά τη μετακίνηση του Αυξεντίου τον Νοέμβριο του 1955 στο Τρόοδος, ο Θάσος Σοφοκλέους ανέλαβε Τομεάρχης Πενταδακτύλου και αργότερα Τομεάρχης Κυρηνείας όπου ανέπτυξε πλούσια δράση. Τη σύλληψη και καταδίκη του αρχικά στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και αργότερα στις φυλακές της Αγγλίας περιγράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφική του έκδοση: Χρόνια Οδύνης. Το χρονικό ενός ισοβίτη αγωνιστή της ΕΟΚΑ στις φυλακές της Αγγλίας (2015).

Ακολουθεί απόσπασμα.

Βέβαια δεν είναι καθόλου εύκολο αλλά ούτε και ευχάριστο να ξαναζείς, έστω και με τη θύμηση, κάποια γεγονότα που χάραξαν τη ζωή σου βαθιά και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια του πόνου. Όμως, όσο κι αν προσπαθήσεις, ούτε μπορείς, αλλά φαίνεται πως ούτε και θέλεις να τα σβήσεις από τη μνήμη σου. Τα απλά λόγια του Επιφάνη, που ήταν ένας από τους εννέα συγκαταδίκους μου στις φυλακές Maidstone στο Kent της Αγγλίας, με προβλημάτισαν. Μου είπε χαρακτηριστικά: «Αν ήσαν διαφορετικά τα πράγματα, ρε Θάσο, θα αυτοκτονούσα», εννοώντας αν ήταν κατάδικος για άλλους λόγους και όχι εθνικούς! Τον κοίταξα, θυμάμαι, στα μάτια με στοργή και του είπα:

«Κοίταξε, όταν μπήκαμε στον Αγώνα το πρώτο που αποφασίσαμε ήταν ότι θα πεθάνουμε. Είναι φυσικό και αναμενόμενο ότι σ’ αυτόν τον Αγώνα άλλοι θα σκοτωθούν, άλλοι θα οδηγηθούν στην αγχόνη, άλλοι θα μείνουν ανάπηροι, άλλοι θα μπουν στις φυλακές και άλλοι στα κρατητήρια. Όλοι, όπου κι αν βρεθούν, προσφέρουν στον κοινό σκοπό του Αγώνα για ελευθερία της πατρίδας μας. Η παρουσία μας στις Φυλακές είναι μια μορφή αγώνα και από δω μέσα θα προσφέρουμε πολλά. Θα νικήσουμε».

Χάρηκε, γέλασε το πρόσωπό του.

Αναλογίζομαι πόσο δίκαιο είχε ο συναγωνιστής. Καταδικασμένοι για όλη μας τη ζωή στα μπουντρούμια της Αγγλίας, κάτω από τραγικές συνθήκες μέσα σ’ ένα άχαρο, εχθρικό περιβάλλον και καταπιεστικό, κάτω από έναν αφιλόξενο σκοτεινό ουρανό, χωρίς ήλιο και φως, ανάμεσα σε ανθρώπους ανώμαλους, χωρίς ηθική, εγκληματίες, αρρωστημένες προσωπικότητες και εχθρικούς, ασφαλώς ο συναγωνιστής δεν είχε άδικο. Σήμερα, σε μια απόσταση εξήντα τόσων χρόνων, αφού επιβιώσαμε μέσα από τη δίνη τόσων γεγονότων και πάθαμε και είδαμε πολλά, έρχονται στη μνήμη μας σαν ένα κακό όνειρο που ζήσαμε, αναμνήσεις οδυνηρές αλλά γεμάτες δόξα και περηφάνια.

Το κεφάλαιο που λέγεται Φυλακές, που λέγεται Βασανιστήρια, δεν έχει πάρει τις πραγματικές του διαστάσεις στη συνείδηση του κόσμου, γιατί δε γνωρίζει το βαθύτερο νόημα, την ψυχοπνευματική φόρτιση, τον πόνο, τον σαδισμό και την καταπίεση που αντιμετώπιζαν. Διαφορετική ασφαλώς εντύπωση προκαλεί ένα ολοκαύτωμα, μια ανατίναξη, μια μάχη. Όμως το κεφάλαιο «Βασανιστήρια-Φυλακές» έχει τη δική του ιδιαιτερότητα. Αντιμετωπίζεις την πιο βάρβαρη, απάνθρωπη και εγκληματική συμπεριφορά από ανθρώπους ανώμαλους, ανισόρροπους, αρρωστημένους, χωρίς ηθική και χωρίς αισθήματα. Σιδηροδέσμιος, είσαι στα χέρια τους για να σου κάνουν ό,τι θέλουν και ό,τι μπορούν για να σε πονέσουν, να σε εξευτελίσουν, να κάμψουν την αντίστασή σου. Και συ να πεθαίνεις κάθε μέρα, κάθε ώρα.

Εξάλλου το Ημερολόγιο των Φυλακών που διαφύλαξα σαν κόρη οφθαλμού και που οι Άγγλοι μου επέτρεψαν να πάρω μαζί μου φεύγοντας, είναι εκεί. Καταγραμμένες σχεδόν όλες οι καθημερινές λεπτομέρειες, αδιάσειστα και αδιαμφισβήτητα, όπως τα κατέγραψα τότε.

ΣΥΛΛΗΨΗ

Το 1956 είχα το λημέρι μου στο βουνό, βορειοανατολικά της κορυφής του Πενταδακτύλου στην τοποθεσία «Κυπαρισσόβουνος». Ήταν μια όμορφη τοποθεσία, με τη θάλασσα της Κερύνειας να απλώνεται μέχρι πέρα στον ορίζοντα. Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1956 είχαμε παρατηρήσει μεγάλη κίνηση στρατιωτικών αυτοκινήτων στον παραλιακό δρόμο που πήγαινε προς τον Άγιο Αμβρόσιο. Αυτό μας έδωσε την εντύπωση ότι οι έρευνες θα διεξάγονταν πέραν του Αγίου Αμβροσίου και ότι η θέση μας ήταν έξω από τον κλοιό.

Ενωρίς μετά τα μεσάνυχτα έφθασε δικός μας από τον Άγιο Αμβρόσιο για να μας ενημερώσει για τις κινήσεις του στρατού και το ενδεχόμενο ερευνών. Επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε την κρύπτη που είχαμε κατασκευάσει μέσα στο σπίτι. Η κρύπτη ήταν ουσιαστικά ένας μικρός χώρος μεταξύ δύο τοίχων με διαστάσεις 3 μέτρα μήκος και 0,80 πλάτος. Πολύ στενάχωρο για 6 άτομα και με πολλές δυσκολίες εξαερισμού, αυτό ήταν πάντοτε το μεγάλο πρόβλημα στα κρησφύγετα. Περάσαμε κάπου τριάντα έξι ώρες μέσα στο κρησφύγετο, κάτω από πολύ δύσκολες στιγμές και τραγικές. Η επιμονή των Άγγλων να ερευνούν και να ψάχνουν το σπίτι έκανε φανερό ότι είχαν πληροφορίες ότι είχαμε κρησφύγετο μέσα στο σπίτι. Απλά δεν γνώριζαν πού ακριβώς βρισκόταν.

Νιώθαμε δυσκολία στην αναπνοή. Δεν μπορούσαμε να κάτσουμε και μερικοί έπρεπε να κάμουν τις ανάγκες τους . Οι δυνάμεις μερικών τους είχαν εγκαταλείψει. Μουρμουρούσαν, έκαναν εισηγήσεις νευρικές, όπως όταν νυχτώσει να κάνουμε έξοδο και να διασπάσουμε τον κλοιό και άλλα. Δεν ήξερα πώς να τους αντιμετωπίσω. Διψάσαμε, πεινάσαμε, κουραστήκαμε. Ο Φώτης Χριστοφή λιποθύμησε, ο Πετρωνάς ένιωσε πόνους στην κοιλιά, άλλοι κατουρήθηκαν. Τριάντα έξι ώρες σ’ εκείνο τον χώρο ήσαν πολλές. Συνήθως οι έρευνες μέσα στο σπίτι κρατούσαν μερικές ώρες.

Στην κρύπτη ήμασταν άοπλοι και χωρίς κανένα μέταλλο για να μην μπορούν να μας επισημάνουν με τον ανιχνευτή. Δυστυχώς τελικά μας επεσήμαναν από τον εξαεριστήρα, που έβγαζε ζεστό αέρα από τις εκπνοές μας, τριάντα έξι ώρες ήταν πολλές. Μας πυροβόλησαν από την τρύπα και με πέτυχαν. Τρύπησε το αριστερό αυτί, και ελαφρά το δέρμα του κρανίου καίγοντας τα μαλλιά μου με αποτέλεσμα να πηδά το αίμα σαν πίδακας. Συγχρόνως ακούσαμε που ζητούσαν να μας ρίξουν χειροβομβίδα. Οι στιγμές ήταν τραγικές.

Πέσαμε στα χέρια τους, ήταν η 4η Οκτωβρίου 1956.

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ύστερα από τα φρικτά βασανιστήρια και τις εξαντλητικές ανακρίσεις των Άγγλων βασανιστών που κράτησαν περίπου 18 μέρες, μας μετέφεραν στις Κεντρικές Φυλακές ως υποδίκους στο διαμέρισμα επτά (7) όπου κρατούσαν όσους οι κατηγορίες τους ήταν σοβαρές και προνοούσαν μέχρι και θάνατο.

Οι συνθήκες εδώ στις Κεντρικές Φυλακές είναι πολύ δύσκολες. Οι μέρες και οι νύχτες είναι ατέλειωτες κι ο χρόνος αγγίζει την αιωνιότητα. Η απομόνωση είναι απόλυτη. Καμιά επαφή με τον έξω κόσμο, εκτός από τις επισκέψεις των δικών μας, μια φορά τον μήνα, και των δικηγόρων μας. Η μοναδική συντροφιά είναι το τσιγάρο, που δεν το σβήνω παρά μόνο τις λίγες ώρες που κοιμάμαι. Ήταν μια διαφορετική παρουσία που ‘δινε ζεστασιά στα χέρια και στα χείλη, ανάδινε άρωμα και γέμιζε με τις αναθυμιάσεις του το μουντό κελί. Ιδιαίτερα στο σκοτάδι της νύχτας έβλεπα την αναμμένη άκρη του και ένιωθα πως ήτανε δίπλα μου κάποιος που συμμεριζόταν την αγωνία και τον πόνο μου και που του εμπιστευόμουνα τις σκέψεις και τις έγνοιες μου.

Γύρω μας συνέχεια βρίσκονται Τούρκοι και Άγγλοι δεσμοφύλακες. Μόνο ένας Έλληνας δεσμοφύλακας, ο Χρίστος Νεοφύτου, ήρθε μερικές φορές και νιώσαμε μεγάλη χαρά, όταν για πρώτη φορά καταλάβαμε ότι ήταν Έλληνας. Ήταν καλοκάγαθος και φιλικός, παρόλο που φαινόταν ότι ήταν πολύ προσεκτικός, φοβόταν μήπως τον παρακολουθούν.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1956 μας παρουσίασαν στο Δικαστήριο.  Στην είσοδο του Δικαστηρίου ήταν μαζεμένος κόσμος που μας επευφημούσε και μας φώναζε. «Θάσο, Θάσο» ακουγόταν μέσα στο πλήθος . «Γεια σας αδέλφια», φώναζα καθώς προχωρούσα. Οι δικοί μας ήταν στην αίθουσα του δικαστηρίου και περίμεναν.

Ο πατέρας, πράος, ως συνήθως, με τα χείλη σφιγμένα και το βλέμμα βυθισμένο σε διαλογισμούς. Η μάνα, εκδηλωτική και περήφανη: «Θα σας αθωώσουν, γιε μου, δεν έχετε τίποτα σε βάρος σας», κι η Μαίρη, η μικρή μου αδελφή σαν να βρισκόταν σ’ άλλους κόσμους, 16 χρονών, ζούσε με τον ενθουσιασμό της. Η Αννίτσα, η μεσαία μου αδελφή, που μεγάλωσε μαζί μου γιατί δεν είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας, έλειπε. Μαζί στο Γυμνάσιο, μαζί στα παιχνίδια, μαζί στα μαλλώματα. Μπασμένη στον Αγώνα, καθώς ήταν λογική και συνετή, της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. «Γιατί δεν ήρθε η Νίτσα;», ρώτησα. «Ήταν στην Κερύνεια, στα κτήματα και θα ερχόταν με το λεωφορείο», μου είπαν. Κατάλαβα. Θα ‘ταν σε αποστολή.

Στο διάλειμμα, όταν μας έβγαλαν προς τα έξω και μας πήγαν στα αποχωρητήρια, μέσα από το πλήθος που άρχισε πάλι να ζητωκρυγάζει, μια διαπεραστική φωνή ξέσχισε τον αέρα, γεμάτη πόνο, αγάπη και λαχτάρα και επισκίασε τις φωνές του κόσμου. «Θάσο μου, αγάπη μου, η Νίτσα σου». Δεν την άφησαν να μπει μέσα οι κακούργοι. Σχίστηκε η καρδιά μου. Ήθελα να τρέξω κοντά της, να τη φιλήσω.

Ξαναγυρίσαμε στην αίθουσα. Η δίκη εξελίχθηκε κανονικά. Παρουσιάστηκαν τα τεκμήρια, όπλα, πυρομαχικά, φυλλάδια, φωτογραφίες, καταθέσεις. Στην αίθουσα κάποια στιγμή χαμογέλασα και ένας Τούρκος ο Χουσεΐν, υπεύθυνος του Special Branch Κερύνειας, μου έδωσε χαστούκι. «Όταν είναι δεμένος κανείς, είσαι παλληκάρι», του είπα.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ

Στις 22 Δεκεμβρίου 1956 ο ειδικός δικαστής R.C. Ellison μας καταδίκασε σε ισόβια δεσμά. «You send in prison for all your life”.

Παραμονή Χριστουγέννων, με πέρασαν από την κεντρική είσοδο (Reception) των Φυλακών (καρακούλι), άφησα τα πολιτικά μου ρούχα, φόρεσα τα ρούχα του φυλακισμένου, μου έδωσαν ένα δέμα κουβέρτες και με μετέφεραν στο «διαμέρισμα ένα» – (ζωντάνι) στην ανατολική πτέρυγα των φυλακών όπου κρατούσαν τους βαρυποινίτες. Εδώ έφεραν τον Φώτη Χριστοφή, τον Νικολή Λοΐζου και τον Ανδρέα Μαππή. Τον Βάσο Πετρωνά και τον Ανδρέα Χαραλάμπους, τους πήραν στο «διαμέρισμα δύο» για τους νεαρούς βαρυποινίτες. Μας υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τραγούδια, μας αγκάλιασαν, μας φιλούσαν, μας σήκωσαν στους ώμους τους και μας καλωσόριζαν.

Από τώρα και στο εξής είμαι ένας αριθμός: 8579.

Σε μεγάλο βαθμό στις Φυλακές Λευκωσίας υπήρχε μια σχετική άνεση για τους εξής βασικά λόγους:

  • Όλοι οι κατάδικοι ήταν Αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. και υπήρχε ανάμεσά τους αγάπη, αλληλεγγύη και συμπαράσταση. Οι άλλοι κατάδικοι του κοινού ποινικού μητρώου ήταν σε ξεχωριστό χώρο.
  • Ουσιαστικά όλος ο αέρας που φυσούσε ήταν αέρας πατριωτσιμού, αγωνιστικότητας, γεμάτος παλμό. Οι τροφοδότες και γενικά όλοι οι εργαζόμενοι τόσο μέσα όσο και έξω από τις φυλακές ήταν Κύπριοι και οι περισσότεροι Έλληνες.
  • Οι περισσότεροι δεσμοφύλακες ήταν Έλληνες που αγαπούσαν την Οργάνωση και μερικοί ήταν και μέλη της Ε.Ο.Κ.Α.! Ακόμα και αρκετοί από τους Τούρκους δεσμοφύλακες ήταν φιλικοί και μας συμπεριφέρονταν καλά και ευγενικά.

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Στις 6 Φεβρουαρίου 1957, νωρίς το απόγευμα, ένας δεσμοφύλακας με φώναξε και με οδήγησε στο «Reception» (υποδοχή). Την ίδια ώρα έφεραν εκεί κι άλλους οκτώ συγκαταδίκους μου. Ήμασταν όλοι εννέα: Σωκράτης Λοϊζίδης, Φώτης Χριστοφή, Επιφάνης Παπαντωνίου, Ανδρέας Μαππής, Γρηγόρης Λουκά Γρηγοράς, Βίας Λειβαδάς, Νικόλας Λοΐζου, Ευάγγελος Παναγιώτου, Θάσος Σοφοκλέους.

Μας έδωσαν να φορέσουμε τα πολιτικά μας ρούχα, πράγμα που μας προβλημάτισε. Είχαμε όλοι ταραχθεί, κοίταζε ο ένας τον άλλο και ρωτούσαμε τι άραγε να συμβαίνει. Τι να ΄χαν σκεφθεί πάλι οι ασύδοτοι και ψυχροί διώκτες μας και πού θα μας πήγαιναν; Μας πέρασαν τις χειροπέδες και μας έριξαν μέσα στα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα. Τότε βεβαιωθήκαμε. Θα μας πάνε στην Αγγλία, είπαμε όλοι μας.

Εκείνο που μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το γεγονός ότι οι τέσσερις από τους εννέα ήμασταν μέλη από την ομάδα μου… Γιατί; Τόσο πολύ τους τρόμαζε η ομάδα Πενταδακτύλου; Ένα μεθύσι άναψε μεμιάς μέσα μας και αυθόρμητα αρχίσαμε το τραγούδι. Το τραγούδι της κλεφτουριάς γέμισε τους δρόμους της Λευκωσίας, λες και μας πήγαιναν σε πανηγύρι. Μας μετέφεραν στην αρχή στην Αθαλάσσα, όπου μας άφησαν ως αργά στα τεθωρακισμένα αυτοκίνητά τους στο δάσος. Όταν νύχτωσε, μας μετέφεραν στην αρχή στο αεροδρόμιο και μας ανέβασαν σε αεροπλάνο που θα μετέφερε στρατιώτες για την Αγγλία. Έβαλαν χειροπέδες προσδένοντας τους αγωνιστές δύο-δύο. Εμένα με έδεσαν με συνοδό αστυνομικό. Κάναμε σταθμό στη Μάλτα και μας κράτησαν για καμιά ώρα περίπου στις εκεί φυλακές. Με βάλανε στο ίδιο κελλί με τον Γρηγόρη Γρηγορά. Η λίγη ώρα που κάναμε εκεί δε μας δυσκόλεψε καθόλου να νιώσουμε την αγριάδα των Μαλτέζων δεσμοφυλάκων και τη δουλοπρέπειά τους απέναντι στους Άγγλους.

Φθάσαμε στο αεροδρόμιο του Λονδίνου στις 8 Φεβρουαρίου 1957, νωρίς το πρωί. Εκεί μας περίμεναν αστυνομικοί με αυτοκίνητα ειδικά για τη μεταφορά εγκληματιών. Μέσα στα αυτοκίνητα υπήρχαν κελλιά που μόλις σε χωρούν να κάτσεις. Τοποθέτησαν τον καθένα μας σε ξεχωριστό κελί (κλούβα). Πιάστηκε η αναπνοή μου, η καρδιά μου σφίχτηκε σαν πέτρα, νόμιζα πως από παντού με πίεζαν ασφυκτικά! Μια έξαψη έκαιε το κορμί μου που δεν κράτησε για πολύ, γιατί λιποθύμησα. Συνήλθα όταν μου άνοιξαν την πόρτα. Σαν να ξυπνούσα από ένα όνειρο. Βρισκόμουν στην αυλή ενός θεόρατου, παλιού κτηρίου μεσαιωνικής εποχής με πανύψηλα τείχη. Ήμασταν στις φυλακές «Wormwood Scrubs». Μας οδήγησαν στο διαμέρισμα των βαρυποινιτών, όπου βρίσκονταν και άλλοι Κύπριοι αγωνιστές, που είχαν μεταφερθεί πριν από εμάς. Αυτοί ήσαν οι: Ρένος Κυριακίδης, Πέτρος Στυλιανού, Γεώργιος Ιωάννου, Λοΐζος Χατζηλοΐζου, Γεώργιος Σκοτεινός, Δημήτρης Φιλιαστίδης. Βλέπετε ο αποτυχημένος Στρατάρχης τα βρήκε σκούρα. Ούτε τους κατάδικους Αγωνιστές δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Οι συγκατάδικοι μάς εξήγησαν την κατάσταση και μας έδωσαν χρήσιμες οδηγίες για τη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους. Δεν αργήσαμε καθόλου να προσαρμοστούμε ανάλογα και να εκτιμήσουμε την όλη κατάσταση και γενικά την όλη ατμόσφαιρα. Περιβάλλον εχθρικότατο από δεσμοφύλακες, που η συνεχής επαφή τους με τους ανθρώπους του υποκόσμου, γκάγκστερς, κλέφτες και κάθε λογής ανωμάλους, τους προκάλεσε εθισμό στο κακό και τους άμβλυνε τη συνείδηση, έτσι ώστε να απορρίπτουν την ύπαρξη ανθρώπων με αρχές και συνείδηση και να μη δέχονται ποτέ πως αυτό που τους λες είναι η αλήθεια, πως αυτό που κάνεις είναι το πιστεύω σου. Γι’ αυτούς δεν είσαι τίποτε παραπάνω από ένας αρριθμός, «9233».

Ήμασταν όμως σκληρό καρύδι και δεν άργησαν όλοι να το καταλάβουν, γιατί, εδώ που τα λέμε, στη φυλακή ισχύει ο νόμος της ζούγκλας. Αν θα σταθείς, θα σταθείς σκληρά. Διαφορετικά κανένας δε σε υπολογίζει. Οι δεσμοφύλακες δεν πολυνοιάζονται αν ο ένας σκοτώσει τον άλλον. Είπαμε, εδώ δεν είσαι ούτε πρόβατο, ούτε γαϊδούρι, γιατί τα ζώα τα αγαπούν οι αφέντες τους και τα φροντίζουν, έστω και για το δικό τους συμφέρον. Οι Άγγλοι μας θεωρούν κοινούς εγκληματίες και όχι πολιτικούς καταδίκους γι’ αυτό και μας έβαλαν μαζί με τους κοινούς εγκληματίες.

Αν μπορούσα να δώσω κάποιο ορισμό για τη ζωή στη φυλακή, θα έλεγα ότι είναι μια ιδιάζουσα μορφή ζωής, που σε υποχρεώνει να προσαρμόσεις τον εαυτό σου και τη συμπεριφορά σου σύμφωνα με κανονισμούς και ενέργειες που δύσκολα δέχεσαι και που βασικό στόχο έχουν την καταπίεση και τον εξευτελισμό σου. Προσαρμόζεσαι για να επιβιώσεις, ώστε να μπορέσεις ν’ αγωνιστείς για τα ιδανικά σου. Προσαρμόζεσαι επιφανειακά, δε συμβιβάζεσαι! Εδώ μέσα δοκιμάζεται η ψυχική αντοχή του ατόμου. Είναι η ευκαιρία για να αντιληφθεί κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής και να γίνεις πιο γενναίος και αξιοπρεπής.

Μαζί μας στο ίδιο διαμέρισμα βρίσκονταν και τέσσερις Ιρλανδοί, μέλη του I.R.A. (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), που αγωνίζονταν για την ενοποίηση της Ιρλανδίας, που ως γνωστόν διχοτομήθηκε από τους Άγγλους. Άλλη μια εκδήλωση της ανήθικης μεθόδου της Αγγλικής Αυτοκρατορίας «διαίρει και βασίλευε». Είναι πραγματικά λεβεντόπαιδα, αγωνιστές ιδεολόγοι. Ήταν η καλύτερή μας συντροφιά, μας αγάπησαν και μας αγκάλιασαν σαν αδέρφια τους, συμπαραστάτες μας σε κάθε εκδήλωση, έτοιμοι ακόμα και να κτυπηθούν για χάρη μας.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Εδώ στις φυλακές δε μας έρχονται πολλές ειδήσεις, όμως τις σημαντικότερες, ιδιαίτερα τις δυσάρεστες, τις μαθαίνουμε από τις αγγλικές εφημερίδες. Συνήθως οι εφημερίδες (αγγλικές) χάνονται. Όταν όμως είχε καμιά είδηση, δυσάρεστη για μας, τις αφήνουν σκόπιμα για να τις δούμε.

Είναι 4 Μαρτίου 1957. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου είναι από χθες νεκρός. Ο ηρωικός του θάνατος έχει συγκλονίσει την παγκόσμια κοινή γνώμη. Με τη θυσία του έχει σφραγίσει την αγωνιστική του πορεία και έχει ολοκληρώσει την ιστορική του παρουσία στον Απελευθερωτικό μας Αγώνα. Ακόμα κι αυτοί οι εχθροί του τον θαύμασαν και τον επαίνεσαν.

Προσωπικά είχα κυριολεκτικά συγκλονιστεί από την είδηση. Από τον νου μου πέρασαν σκηνές και ξετυλίχτηκαν μνήμες που τον φέρανε δίπλα μου. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ένοιωθα όμως ταυτόχρονα και περηφάνια, γιατί είχα την τύχη να τον ζήσω από κοντά σαν συνεργάτης και συναγωνιστής.


Στις 14/12/1957 ο Θάσος Σοφοκλέους μεταφέρθηκε στις φυλακές του Maidstone του Kent. Στις 14 /3/1959 μεταφέρθηκε μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου ως εξόριστος στη Ρόδο, όπου παρέμεινε μέχρι την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και επέστρεψε στην Κύπρο στις 16/8/1960.

Το 1961 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Αριζόνας και Καρολίνας της Αμερικής. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση από το 1961 για τριάντα χρόνια ως καθηγητής Μαθηματικών και ως Γυμνασιάρχης.